σαλώμη

σαλώμη
Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Πρωταγωνίστρια μιας περίφημης ευαγγελικής αφήγησης (Μαρκ. στ’ 14-29). Η Σ., παρακινούμενη από τη μητέρα της Ηρωδιάδα, που είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο το βασιλιά Ηρώδη Αντίπα, αδελφό του συζύγου της, ζήτησε και πέτυχε από τον πατριό της, αφού τον γοήτευσε με το χορό της, το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος ήταν αντίθετος στο γάμο αυτόν. Το επεισόδιο ενέπνευσε ανά τους αιώνες πλήθος ζωγράφων, μουσικών και ποιητών. Ιστορικά, η Σ. παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Ηρώδη Φίλιππο, τετράρχη της Ιτουραίας, και σε δεύτερο τον Αριστόβουλο, βασιλιά της συριακής Χαλκίδας. 2. Αγία της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιωάννη και Ιάκωβου. Είναι μία από τις γυναίκες που πληροφορήθηκαν, κατά την Καινή Διαθήκη, από έναν άγγελο την είδηση της Ανάστασης του Ιησού, όταν είχαν πάει στον τάφο του για να αλείψουν το σώμα του με μύρο. Η μνήμη της τιμάται την 3η Αυγούστου.
* * *
ἡ, Α
είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το κύριο όνομα Σαλώμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σαλώμη — a medicine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλώμη — a medicine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλώμῃ — Σαλώμη a medicine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλώμῃ — σαλώμη a medicine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλώμη — η 1. κύρ. όνομα. 2. κόρη της Ηρωδιάδας που ζήτησε το κεφάλι του Προδρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαλώμη (Αστρον) — Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 3 Απριλίου 1905. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 14,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο …   Dictionary of Greek

  • Σαλώμην — Σαλώμη a medicine fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλώμης — Σαλώμη a medicine fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλώμης — σαλώμη a medicine fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dura Parchment 24 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0212 Dura p. 24 in facsimile …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”